Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorologerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oroloʤeˈria] το ωρολογοποιείο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbomba [θηλ.] ad orologeria = η ωρολογιακή βόμβα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |