Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orologerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oroloʤeˈria]

το ωρολογοποιείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oroidrografico orologiaio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bomba [θηλ.] ad orologeria = η ωρολογιακή βόμβα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orogenetico (επίθ.)
orografia (θηλ.ουσ)
orografico (επίθ.)
oroidrografia (θηλ.ουσ)
oroidrografico (επίθ.)
orologeria (θηλ.ουσ)
orologiaio (ουσ αρσ )
orologiero (επίθ.)
orologio (ουσ αρσ )
oroscopia (θηλ.ουσ)
oroscopico (επίθ.)
oroscopo (ουσ αρσ )
orpellare (ρ. μτβ.)
orpellatura (θηλ.ουσ)
orpello (ουσ αρσ )
orpimento (ουσ αρσ )
orrendamente (επίρ.)
orrendezza (θηλ.ουσ)
orrendo (επίθ.)
orribile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---