Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorrendézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [orrenˈdettsa] 1 ανατρίχιασμα 2 αποστροφή 3 φρίκη 4 αποτροπιασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |