Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orridézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [orriˈdettsa]

1 φρίκη
2 φοβερότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orridamente orrido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orrendo (επίθ.)
orribile (επίθ.)
orribilità (θηλ.ουσ)
orribilmente (επίρ.)
orridamente (επίρ.)
orridezza (θηλ.ουσ)
orrido (ουσ αρσ )
orrido (επίθ.)
orripilante (επίθ.)
orripilazione (θηλ.ουσ)
orrore (ουσ αρσ )
orsa (θηλ.ουσ)
orsacchiotto (ουσ αρσ )
orsaggine (θηλ.ουσ)
orsatto (ουσ αρσ )
orso (ουσ αρσ )
orsù (επιφ.)
ortaggio (ουσ αρσ )
ortaglia (θηλ.ουσ)
ortense (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---