Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orsàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [orˈsadʤine]

1 σκυθρωπή εμφάνιση
2 σκαιότητα
3 στριμμένη έκφραση
4 σκυθρωπότητα
5 μελαγχολική εμφάνιση
6 απειλητική εμφάνιση
7 αυταρχικότητα
8 κατσουφιασμένη έκφραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orsacchiotto orsatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orripilante (επίθ.)
orripilazione (θηλ.ουσ)
orrore (ουσ αρσ )
orsa (θηλ.ουσ)
orsacchiotto (ουσ αρσ )
orsaggine (θηλ.ουσ)
orsatto (ουσ αρσ )
orso (ουσ αρσ )
orsù (επιφ.)
ortaggio (ουσ αρσ )
ortaglia (θηλ.ουσ)
ortense (επίθ.)
ortensia (θηλ.ουσ)
ortica (θηλ.ουσ)
orticaio (ουσ αρσ )
orticante (επίθ.)
orticaria (θηλ.ουσ)
orticolo (επίθ.)
orticoltore (ουσ αρσ )
orticoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---