Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorticoltùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,ɔrtikolˈtura] 1 κηπουρική 2 κηπευτική 3 φυτοκομία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |