Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ortodòsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ortoˈdɔsso]

ορθόδοξος χριστιανός

ortodòsso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ortoˈdɔsso]

ορθόδοξος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ortodossia ortodromia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortocromatico (επίθ.)
ortodontia (θηλ.ουσ)
ortodontico (επίθ.)
ortodonzia (θηλ.ουσ)
ortodossia (θηλ.ουσ)
ortodosso (ουσ αρσ )
ortodosso (επίθ.)
ortodromia (θηλ.ουσ)
ortodromico (επίθ.)
ortoepia (θηλ.ουσ)
ortoepico (επίθ.)
ortofonia (θηλ.ουσ)
ortofonico (επίθ.)
ortofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
ortofrenia (θηλ.ουσ)
ortofrenico (επίθ.)
ortofrutticolo (επίθ.)
ortofrutticoltore (ουσ αρσ )
ortofrutticoltura (θηλ.ουσ)
ortogenesi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---