Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ortofrutticoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔrto,fruttikolˈtore]

μανάβης-περιβολάρης λαχανικών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ortofrutticolo ortofrutticoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortofonico (επίθ.)
ortofonista (ουσ αρσ και θηλ.)
ortofrenia (θηλ.ουσ)
ortofrenico (επίθ.)
ortofrutticolo (επίθ.)
ortofrutticoltore (ουσ αρσ )
ortofrutticoltura (θηλ.ουσ)
ortogenesi (θηλ.ουσ)
ortogenetico (επίθ.)
ortognatismo (ουσ αρσ )
ortognato (αρσ. επίθ και ουσ)
ortogonale (επίθ.)
ortogonalità (θηλ.ουσ)
ortogonalmente (επίρ.)
ortografia (θηλ.ουσ)
ortografico (επίθ.)
ortolano (αρσ. επίθ και ουσ)
ortomercato (ουσ αρσ )
ortopedia (θηλ.ουσ)
ortopedico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---