Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ortogonalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ortogonaliˈta]

ορθογωνιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ortogonale ortogonalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortogenesi (θηλ.ουσ)
ortogenetico (επίθ.)
ortognatismo (ουσ αρσ )
ortognato (αρσ. επίθ και ουσ)
ortogonale (επίθ.)
ortogonalità (θηλ.ουσ)
ortogonalmente (επίρ.)
ortografia (θηλ.ουσ)
ortografico (επίθ.)
ortolano (αρσ. επίθ και ουσ)
ortomercato (ουσ αρσ )
ortopedia (θηλ.ουσ)
ortopedico (ουσ αρσ )
ortopedico (επίθ.)
ortoscopico (επίθ.)
ortoscopio (ουσ αρσ )
ortosio (ουσ αρσ )
ortostatico (επίθ.)
ortottero (ουσ αρσ )
ortottica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---