Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ortopèdico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ortoˈpɛdiko]

ο ορθοπεδικός

ortopèdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ortoˈpɛdiko]

ορθοπεδικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ortopedia ortoscopico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortografia (θηλ.ουσ)
ortografico (επίθ.)
ortolano (αρσ. επίθ και ουσ)
ortomercato (ουσ αρσ )
ortopedia (θηλ.ουσ)
ortopedico (ουσ αρσ )
ortopedico (επίθ.)
ortoscopico (επίθ.)
ortoscopio (ουσ αρσ )
ortosio (ουσ αρσ )
ortostatico (επίθ.)
ortottero (ουσ αρσ )
ortottica (θηλ.ουσ)
ortottico (επίθ.)
ortottista (ουσ αρσ και θηλ.)
orvieto (ουσ αρσ )
orza (θηλ.ουσ)
orzaiolo (ουσ αρσ )
orzare (ρ.αμτβ.)
orzata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---