Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόortòttero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [orˈtɔttero] 1 αεροπλάνο με κίνηση πτερύγων (από τα πρώτα που είχαν βγει) 2 ορθόπτερο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |