Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ortòttica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔrˈtɔttika]

ορθοπτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ortottero ortottico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortoscopico (επίθ.)
ortoscopio (ουσ αρσ )
ortosio (ουσ αρσ )
ortostatico (επίθ.)
ortottero (ουσ αρσ )
ortottica (θηλ.ουσ)
ortottico (επίθ.)
ortottista (ουσ αρσ και θηλ.)
orvieto (ουσ αρσ )
orza (θηλ.ουσ)
orzaiolo (ουσ αρσ )
orzare (ρ.αμτβ.)
orzata (θηλ.ουσ)
orzato (επίθ.)
orzo (ουσ αρσ )
osanna (ουσ αρσ )
osannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osare (ρ. μτβ.)
oscar (ουσ αρσ )
oscenamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---