Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [orˈtsare], [orˈdzare]

1 γυρίζω το πλοίο προς τον άνεμο
2 ορτσάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orzaiolo orzata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortottico (επίθ.)
ortottista (ουσ αρσ και θηλ.)
orvieto (ουσ αρσ )
orza (θηλ.ουσ)
orzaiolo (ουσ αρσ )
orzare (ρ.αμτβ.)
orzata (θηλ.ουσ)
orzato (επίθ.)
orzo (ουσ αρσ )
osanna (ουσ αρσ )
osannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osare (ρ. μτβ.)
oscar (ουσ αρσ )
oscenamente (επίρ.)
oscenità (θηλ.ουσ)
osceno (επίθ.)
oscillante (επίθ.)
oscillare (ρ.αμτβ.)
oscillatore (ουσ αρσ )
oscillatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---