Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oscillàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [oʃʃilˈlare]

1 (oggetto) ταλαντεύομαι
2 (valore) κυμαίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oscillante oscillatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oscar (ουσ αρσ )
oscenamente (επίρ.)
oscenità (θηλ.ουσ)
osceno (επίθ.)
oscillante (επίθ.)
oscillare (ρ.αμτβ.)
oscillatore (ουσ αρσ )
oscillatorio (επίθ.)
oscillazione (θηλ.ουσ)
oscillografia (θηλ.ουσ)
oscillografo (ουσ αρσ )
oscillogramma (ουσ αρσ )
oscillometro (ουσ αρσ )
oscilloscopio (ουσ αρσ )
osculatore (επίθ.)
osculazione (θηλ.ουσ)
osculo (ουσ αρσ )
oscurabile (επίθ.)
oscuramente (επίρ.)
oscuramento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---