Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oscenità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oʃʃeniˈta]

1 χυδαιότητα
2 λαγνεία
3 αισχρολογία
4 ρυπαρότητα
5 ακοσμία
6 αισχρότητα
7 το άσεμνο
8 απρέπεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oscenamente osceno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

osanna (ουσ αρσ )
osannare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osare (ρ. μτβ.)
oscar (ουσ αρσ )
oscenamente (επίρ.)
oscenità (θηλ.ουσ)
osceno (επίθ.)
oscillante (επίθ.)
oscillare (ρ.αμτβ.)
oscillatore (ουσ αρσ )
oscillatorio (επίθ.)
oscillazione (θηλ.ουσ)
oscillografia (θηλ.ουσ)
oscillografo (ουσ αρσ )
oscillogramma (ουσ αρσ )
oscillometro (ουσ αρσ )
oscilloscopio (ουσ αρσ )
osculatore (επίθ.)
osculazione (θηλ.ουσ)
osculo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---