Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òsculo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔskulo]

1 μικρό άνοιγμα
2 μικρό στόμιο
3 στοματίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osculazione oscurabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oscillogramma (ουσ αρσ )
oscillometro (ουσ αρσ )
oscilloscopio (ουσ αρσ )
osculatore (επίθ.)
osculazione (θηλ.ουσ)
osculo (ουσ αρσ )
oscurabile (επίθ.)
oscuramente (επίρ.)
oscuramento (ουσ αρσ )
oscurantismo (ουσ αρσ )
oscurantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oscurantistico (επίθ.)
oscurare (ρ.αμτβ.)
oscurare (ρ. μτβ.)
oscurarsi (ρ.μ. (αντων.))
oscuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
oscurazione (θηλ.ουσ)
oscurità (θηλ.ουσ)
oscuro (ουσ αρσ )
oscuro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---