Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoscùro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [osˈkuro] σκοτάδι oscùro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [osˈkuro] σκοτεινός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtenere all'oscuro = κρατώ κρυφό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |