Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oscùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [osˈkuro]

σκοτάδι

oscùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [osˈkuro]

σκοτεινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oscurità osiride  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


tenere all'oscuro = κρατώ κρυφό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oscurare (ρ. μτβ.)
oscurarsi (ρ.μ. (αντων.))
oscuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
oscurazione (θηλ.ουσ)
oscurità (θηλ.ουσ)
oscuro (ουσ αρσ )
oscuro (επίθ.)
osiride (θηλ.ουσ)
osmidrosi (θηλ.ουσ)
osmio (ουσ αρσ )
osmometro (ουσ αρσ )
osmosi (θηλ.ουσ)
osmotassi (θηλ.ουσ)
osmotattismo (ουσ αρσ )
osmotico (επίθ.)
ospedale (ουσ αρσ )
ospedaletto (ουσ αρσ )
ospedaliere (ουσ αρσ )
ospedaliere (επίθ.)
ospedaliero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---