Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


osmòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ozˈmɔzi]

1 διαπίδυση
2 ώσμωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osmometro osmotassi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oscuro (επίθ.)
osiride (θηλ.ουσ)
osmidrosi (θηλ.ουσ)
osmio (ουσ αρσ )
osmometro (ουσ αρσ )
osmosi (θηλ.ουσ)
osmotassi (θηλ.ουσ)
osmotattismo (ουσ αρσ )
osmotico (επίθ.)
ospedale (ουσ αρσ )
ospedaletto (ουσ αρσ )
ospedaliere (ουσ αρσ )
ospedaliere (επίθ.)
ospedaliero (ουσ αρσ )
ospedaliero (επίθ.)
ospedalizzare (ρ. μτβ.)
ospedalizzazione (θηλ.ουσ)
ospitale (επίθ.)
ospitalità (θηλ.ουσ)
ospitante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---