Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ospedalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ospedaliddzatˈtsjone]

νοσηλεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ospedalizzare ospitale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ospedaliere (ουσ αρσ )
ospedaliere (επίθ.)
ospedaliero (ουσ αρσ )
ospedaliero (επίθ.)
ospedalizzare (ρ. μτβ.)
ospedalizzazione (θηλ.ουσ)
ospitale (επίθ.)
ospitalità (θηλ.ουσ)
ospitante (επίθ.)
ospitare (ρ. μτβ.)
ospite (ουσ αρσ και θηλ.)
ospite (επίθ.)
ospizio (ουσ αρσ )
ossalato (ουσ αρσ )
ossalico (επίθ.)
ossame (ουσ αρσ )
ossario (ουσ αρσ )
ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---