Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ospitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ospiˈtare]

φιλοξενώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ospitante ospite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ospedalizzare (ρ. μτβ.)
ospedalizzazione (θηλ.ουσ)
ospitale (επίθ.)
ospitalità (θηλ.ουσ)
ospitante (επίθ.)
ospitare (ρ. μτβ.)
ospite (ουσ αρσ και θηλ.)
ospite (επίθ.)
ospizio (ουσ αρσ )
ossalato (ουσ αρσ )
ossalico (επίθ.)
ossame (ουσ αρσ )
ossario (ουσ αρσ )
ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)
ossequente (επίθ.)
ossequiare (ρ. μτβ.)
ossequio (ουσ αρσ )
ossequiosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---