Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossequènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [osseˈkwɛnte]

1 πειθήνιος
2 υπάκουος
3 υποχωρητικός
4 γεμάτος σεβασμό
5 πλήρης σεβασμού
6 ευπειθής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osseo ossequiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossame (ουσ αρσ )
ossario (ουσ αρσ )
ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)
ossequente (επίθ.)
ossequiare (ρ. μτβ.)
ossequio (ουσ αρσ )
ossequiosamente (επίρ.)
ossequiosità (θηλ.ουσ)
ossequioso (επίθ.)
osservabile (θηλ. επίθ και ουσ)
osservante (ουσ αρσ και θηλ.)
osservante (επίθ.)
osservanza (θηλ.ουσ)
osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
osservatorio (ουσ αρσ )
osservazione (θηλ.ουσ)
ossessionante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---