Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [osˈsarjo]

οστεοφυλάκιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossame ossatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ospite (επίθ.)
ospizio (ουσ αρσ )
ossalato (ουσ αρσ )
ossalico (επίθ.)
ossame (ουσ αρσ )
ossario (ουσ αρσ )
ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)
ossequente (επίθ.)
ossequiare (ρ. μτβ.)
ossequio (ουσ αρσ )
ossequiosamente (επίρ.)
ossequiosità (θηλ.ουσ)
ossequioso (επίθ.)
osservabile (θηλ. επίθ και ουσ)
osservante (ουσ αρσ και θηλ.)
osservante (επίθ.)
osservanza (θηλ.ουσ)
osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---