Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òspite  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔspite]

1 (ospitato) ο ξένος (-η), ο φιλοξενούμενος (-η)
2 (ospitante) ο οικοδεπότης, η οικοδέσποινα

òspite  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔspite]

φιλοξενούμενος (στα σπορ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ospitare ospizio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stanza [θηλ.] degli ospiti = το δωμάτιο των ξένων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ospedalizzazione (θηλ.ουσ)
ospitale (επίθ.)
ospitalità (θηλ.ουσ)
ospitante (επίθ.)
ospitare (ρ. μτβ.)
ospite (ουσ αρσ και θηλ.)
ospite (επίθ.)
ospizio (ουσ αρσ )
ossalato (ουσ αρσ )
ossalico (επίθ.)
ossame (ουσ αρσ )
ossario (ουσ αρσ )
ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)
ossequente (επίθ.)
ossequiare (ρ. μτβ.)
ossequio (ουσ αρσ )
ossequiosamente (επίρ.)
ossequiosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---