Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossèquio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛkwjo]

1 υπακοή
2 εκτίμηση
3 υποταγή
4 τιμή
5 σεβασμός
6 σέβας
7 ευλάβεια προς τους μεγαλύτερους
8 υπόληψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossequiare ossequiosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)
ossequente (επίθ.)
ossequiare (ρ. μτβ.)
ossequio (ουσ αρσ )
ossequiosamente (επίρ.)
ossequiosità (θηλ.ουσ)
ossequioso (επίθ.)
osservabile (θηλ. επίθ και ουσ)
osservante (ουσ αρσ και θηλ.)
osservante (επίθ.)
osservanza (θηλ.ουσ)
osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
osservatorio (ουσ αρσ )
osservazione (θηλ.ουσ)
ossessionante (επίθ.)
ossessionare (ρ. μτβ.)
ossessionato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---