ItalianoGreco


ossèquio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [osˈsɛkwjo]

1 υπακοή
2 εκτίμηση
3 υποταγή
4 τιμή
5 σεβασμός
6 σέβας
7 ευλάβεια προς τους μεγαλύτερους
8 υπόληψη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---