Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ossaˈtura]

1 κουφάρι
2 γιαπί
3 περίγραμμα
4 σκαρί
5 πλαίσιο
6 δομή
7 σκέλεθρο
8 σκελετός
9 πλαίσιο από οστά
10 σκελετός οικοδομικός
11 οστά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossario osseina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ospizio (ουσ αρσ )
ossalato (ουσ αρσ )
ossalico (επίθ.)
ossame (ουσ αρσ )
ossario (ουσ αρσ )
ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)
ossequente (επίθ.)
ossequiare (ρ. μτβ.)
ossequio (ουσ αρσ )
ossequiosamente (επίρ.)
ossequiosità (θηλ.ουσ)
ossequioso (επίθ.)
osservabile (θηλ. επίθ και ουσ)
osservante (ουσ αρσ και θηλ.)
osservante (επίθ.)
osservanza (θηλ.ουσ)
osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osservatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---