ItalianoGreco


ossatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ossaˈtura]

1 κουφάρι
2 γιαπί
3 περίγραμμα
4 σκαρί
5 πλαίσιο
6 δομή
7 σκέλεθρο
8 σκελετός
9 πλαίσιο από οστά
10 σκελετός οικοδομικός
11 οστά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---