Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόossequiosità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ossekwjosiˈta] 1 υπακοή 2 δουλικότητα 3 δουλοπρέπεια 4 σέβας 5 σεβασμός 6 συμμόρφωση (σε συμβουλή) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |