Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossessionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ossessjoˈnare]

1 κατατυραννώ
2 βασανίζω
3 πιλατεύω
4 ταλανίζω
5 στενοχωρώ
6 κακοβάζω
7 ανησυχώ
8 κυριεύω
9 κατατρύχω
10 βασανίζω με έμμονη ιδέα
11 προκαταλαμβάνω αφύσικα
12 ενοχλώ μονίμως
13 ξαναεμφανίζομαι συνεχώς
14 βρίσκομαι τριγύρω ή επιμένω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossessionante ossessionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
osservatorio (ουσ αρσ )
osservazione (θηλ.ουσ)
ossessionante (επίθ.)
ossessionare (ρ. μτβ.)
ossessionato (επίθ.)
ossessione (θηλ.ουσ)
ossessività (θηλ.ουσ)
ossessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ossesso (ουσ αρσ )
ossesso (επίθ.)
ossia (σύνδ.)
ossiacetilenico (επίθ.)
ossicino (ουσ αρσ )
ossicolo (ουσ αρσ )
ossidabile (επίθ.)
ossidabilità (θηλ.ουσ)
ossidante (ουσ αρσ )
ossidante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---