Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossessività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ossessiviˈta]

βασανιστική επιμονή σε έμμονες ιδέες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossessione ossessivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

osservazione (θηλ.ουσ)
ossessionante (επίθ.)
ossessionare (ρ. μτβ.)
ossessionato (επίθ.)
ossessione (θηλ.ουσ)
ossessività (θηλ.ουσ)
ossessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ossesso (ουσ αρσ )
ossesso (επίθ.)
ossia (σύνδ.)
ossiacetilenico (επίθ.)
ossicino (ουσ αρσ )
ossicolo (ουσ αρσ )
ossidabile (επίθ.)
ossidabilità (θηλ.ουσ)
ossidante (ουσ αρσ )
ossidante (επίθ.)
ossidare (ρ. μτβ.)
ossidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ossidasi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---