Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ossidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ossiˈdare]

οξειδώνω

ossidàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ossiˈdarsi]

οξειδώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ossidante ossidasi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossicolo (ουσ αρσ )
ossidabile (επίθ.)
ossidabilità (θηλ.ουσ)
ossidante (ουσ αρσ )
ossidante (επίθ.)
ossidare (ρ. μτβ.)
ossidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ossidasi (θηλ.ουσ)
ossidato (επίθ.)
ossidazione (θηλ.ουσ)
ossidiana (θηλ.ουσ)
ossidimetria (θηλ.ουσ)
ossido (ουσ αρσ )
ossidoriduzione, ossido–riduzione (θηλ.ουσ)
ossidrico (επίθ.)
ossidrile (ουσ αρσ )
ossidrilico (επίθ.)
ossiemoglobina (θηλ.ουσ)
ossifero (επίθ.)
ossificare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---