Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόossessióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ossesˈsjone] 1 πάθος 2 μανία 3 μαρτύριο 4 έμμονη ιδέα 5 έμμονη διαστρέφουσα προκατάληψη 6 μονομανία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |