Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


osservatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [osservaˈtore]

1 φύλακας
2 εντοπιστής εχθρικών στόχων
3 πολίτης αεράμυνας
4 παρατηρητής
5 σχολιαστής
6 τηρητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osservare osservatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

osservabile (θηλ. επίθ και ουσ)
osservante (ουσ αρσ και θηλ.)
osservante (επίθ.)
osservanza (θηλ.ουσ)
osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
osservatorio (ουσ αρσ )
osservazione (θηλ.ουσ)
ossessionante (επίθ.)
ossessionare (ρ. μτβ.)
ossessionato (επίθ.)
ossessione (θηλ.ουσ)
ossessività (θηλ.ουσ)
ossessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ossesso (ουσ αρσ )
ossesso (επίθ.)
ossia (σύνδ.)
ossiacetilenico (επίθ.)
ossicino (ουσ αρσ )
ossicolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---