Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


osservànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [osserˈvantsa]

1 συμμόρφωση
2 νομιμοφροσύνη
3 ευπείθεια
4 σεβασμός
5 τήρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osservante osservare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossequiosità (θηλ.ουσ)
ossequioso (επίθ.)
osservabile (θηλ. επίθ και ουσ)
osservante (ουσ αρσ και θηλ.)
osservante (επίθ.)
osservanza (θηλ.ουσ)
osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
osservatorio (ουσ αρσ )
osservazione (θηλ.ουσ)
ossessionante (επίθ.)
ossessionare (ρ. μτβ.)
ossessionato (επίθ.)
ossessione (θηλ.ουσ)
ossessività (θηλ.ουσ)
ossessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ossesso (ουσ αρσ )
ossesso (επίθ.)
ossia (σύνδ.)
ossiacetilenico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---