Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόosservànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [osserˈvante] πιστός τακτικός στον εκκλησιασμό του osservànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [osserˈvante] 1 ικανός να παρατηρεί 2 παρατηρητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |