Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òsseo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔsseo]

1 κοκαλένιος
2 κατασκευασμένος από κόκαλο
3 οστικός
4 οστέινος
5 οστεώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  osseina ossequente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


midollo [αρσ.] osseo = ο μυελός των οστών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ossalico (επίθ.)
ossame (ουσ αρσ )
ossario (ουσ αρσ )
ossatura (θηλ.ουσ)
osseina (θηλ.ουσ)
osseo (επίθ.)
ossequente (επίθ.)
ossequiare (ρ. μτβ.)
ossequio (ουσ αρσ )
ossequiosamente (επίρ.)
ossequiosità (θηλ.ουσ)
ossequioso (επίθ.)
osservabile (θηλ. επίθ και ουσ)
osservante (ουσ αρσ και θηλ.)
osservante (επίθ.)
osservanza (θηλ.ουσ)
osservare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
osservatore (αρσ. επίθ και ουσ)
osservatorio (ουσ αρσ )
osservazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---