Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόospedalièro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ospedaˈljɛro] εργαζόμενος σε νοσοκομείο ospedalièro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ospedaˈljɛro] νοσοκομειακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |