Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόosmòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ozˈmɔmetro] 1 οσφρησιόμετρο (οσμόμετρο) 2 οσμοσκόπιο 3 οσμογράφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |