Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oscuratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [oskuraˈtore]

1 μεταλλικό κάλυμμα φωτός πλοίου
2 κλισιάς (επικάλυμμα παραφωτίδας)
3 συσκευή μείωσης έντασης φωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oscurarsi oscurazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oscurantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oscurantistico (επίθ.)
oscurare (ρ.αμτβ.)
oscurare (ρ. μτβ.)
oscurarsi (ρ.μ. (αντων.))
oscuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
oscurazione (θηλ.ουσ)
oscurità (θηλ.ουσ)
oscuro (ουσ αρσ )
oscuro (επίθ.)
osiride (θηλ.ουσ)
osmidrosi (θηλ.ουσ)
osmio (ουσ αρσ )
osmometro (ουσ αρσ )
osmosi (θηλ.ουσ)
osmotassi (θηλ.ουσ)
osmotattismo (ουσ αρσ )
osmotico (επίθ.)
ospedale (ουσ αρσ )
ospedaletto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---