Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoscuratóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [oskuraˈtore] 1 μεταλλικό κάλυμμα φωτός πλοίου 2 κλισιάς (επικάλυμμα παραφωτίδας) 3 συσκευή μείωσης έντασης φωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |