Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ortogenètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ortoʤeˈnɛtiko]

ορθογενετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ortogenesi ortognatismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortofrenico (επίθ.)
ortofrutticolo (επίθ.)
ortofrutticoltore (ουσ αρσ )
ortofrutticoltura (θηλ.ουσ)
ortogenesi (θηλ.ουσ)
ortogenetico (επίθ.)
ortognatismo (ουσ αρσ )
ortognato (αρσ. επίθ και ουσ)
ortogonale (επίθ.)
ortogonalità (θηλ.ουσ)
ortogonalmente (επίρ.)
ortografia (θηλ.ουσ)
ortografico (επίθ.)
ortolano (αρσ. επίθ και ουσ)
ortomercato (ουσ αρσ )
ortopedia (θηλ.ουσ)
ortopedico (ουσ αρσ )
ortopedico (επίθ.)
ortoscopico (επίθ.)
ortoscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---