Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ortìcolo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [orˈtikolo]

1 περιβολίσιος
2 φυτοκομικός
3 κηπευτικός
4 περιβολάρικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orticaria orticoltore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortensia (θηλ.ουσ)
ortica (θηλ.ουσ)
orticaio (ουσ αρσ )
orticante (επίθ.)
orticaria (θηλ.ουσ)
orticolo (επίθ.)
orticoltore (ουσ αρσ )
orticoltura (θηλ.ουσ)
orticonoscopio (ουσ αρσ )
ortivo (επίθ.)
orto (ουσ αρσ )
ortocentro (ουσ αρσ )
ortoclasio (ουσ αρσ )
ortocromatico (επίθ.)
ortodontia (θηλ.ουσ)
ortodontico (επίθ.)
ortodonzia (θηλ.ουσ)
ortodossia (θηλ.ουσ)
ortodosso (ουσ αρσ )
ortodosso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---