Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orticànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ortiˈkante]

που προκαλεί φαγούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orticaio orticaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ortaglia (θηλ.ουσ)
ortense (επίθ.)
ortensia (θηλ.ουσ)
ortica (θηλ.ουσ)
orticaio (ουσ αρσ )
orticante (επίθ.)
orticaria (θηλ.ουσ)
orticolo (επίθ.)
orticoltore (ουσ αρσ )
orticoltura (θηλ.ουσ)
orticonoscopio (ουσ αρσ )
ortivo (επίθ.)
orto (ουσ αρσ )
ortocentro (ουσ αρσ )
ortoclasio (ουσ αρσ )
ortocromatico (επίθ.)
ortodontia (θηλ.ουσ)
ortodontico (επίθ.)
ortodonzia (θηλ.ουσ)
ortodossia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---