Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorsàtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [orˈsatto] 1 νεογνό αρκούδας 2 γούνα ζώου 3 αρκουδάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |