Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orsàtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈsatto]

1 νεογνό αρκούδας
2 γούνα ζώου
3 αρκουδάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orsaggine orso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orripilazione (θηλ.ουσ)
orrore (ουσ αρσ )
orsa (θηλ.ουσ)
orsacchiotto (ουσ αρσ )
orsaggine (θηλ.ουσ)
orsatto (ουσ αρσ )
orso (ουσ αρσ )
orsù (επιφ.)
ortaggio (ουσ αρσ )
ortaglia (θηλ.ουσ)
ortense (επίθ.)
ortensia (θηλ.ουσ)
ortica (θηλ.ουσ)
orticaio (ουσ αρσ )
orticante (επίθ.)
orticaria (θηλ.ουσ)
orticolo (επίθ.)
orticoltore (ουσ αρσ )
orticoltura (θηλ.ουσ)
orticonoscopio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---