Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òrrido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrrido]

1 ρεματιά
2 φαράγγι
3 χαράδρα
4 λαγκαδιά
5 γκρεμός
6 πρόθυρα καταστροφής
7 λαγκάδι

òrrido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrrido]

1 βδελυρός
2 ειδεχθής
3 φρικαλέος
4 απωθητικός
5 απαίσιος
6 αποκρουστικός
7 αποτρόπαιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orridezza orripilante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orribile (επίθ.)
orribilità (θηλ.ουσ)
orribilmente (επίρ.)
orridamente (επίρ.)
orridezza (θηλ.ουσ)
orrido (ουσ αρσ )
orrido (επίθ.)
orripilante (επίθ.)
orripilazione (θηλ.ουσ)
orrore (ουσ αρσ )
orsa (θηλ.ουσ)
orsacchiotto (ουσ αρσ )
orsaggine (θηλ.ουσ)
orsatto (ουσ αρσ )
orso (ουσ αρσ )
orsù (επιφ.)
ortaggio (ουσ αρσ )
ortaglia (θηλ.ουσ)
ortense (επίθ.)
ortensia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---