Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòrrido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrrido] 1 ρεματιά 2 φαράγγι 3 χαράδρα 4 λαγκαδιά 5 γκρεμός 6 πρόθυρα καταστροφής 7 λαγκάδι òrrido επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrrido] 1 βδελυρός 2 ειδεχθής 3 φρικαλέος 4 απωθητικός 5 απαίσιος 6 αποκρουστικός 7 αποτρόπαιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |