Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orpiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orpiˈmento]

αρσενικό τρισουλφίδιο (κίτρινο ορυκτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orpello orrendamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oroscopico (επίθ.)
oroscopo (ουσ αρσ )
orpellare (ρ. μτβ.)
orpellatura (θηλ.ουσ)
orpello (ουσ αρσ )
orpimento (ουσ αρσ )
orrendamente (επίρ.)
orrendezza (θηλ.ουσ)
orrendo (επίθ.)
orribile (επίθ.)
orribilità (θηλ.ουσ)
orribilmente (επίρ.)
orridamente (επίρ.)
orridezza (θηλ.ουσ)
orrido (ουσ αρσ )
orrido (επίθ.)
orripilante (επίθ.)
orripilazione (θηλ.ουσ)
orrore (ουσ αρσ )
orsa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---