Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ornièllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈnjɛllo]

φυτό Fraxinus ornus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ornello ornitologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ornato (επίθ.)
ornatore (ουσ αρσ )
ornatura (θηλ.ουσ)
orneblenda (θηλ.ουσ)
ornello (ουσ αρσ )
orniello (ουσ αρσ )
ornitologia (θηλ.ουσ)
ornitologico (επίθ.)
ornitologo (ουσ αρσ )
ornitomanzia (θηλ.ουσ)
ornitorinco (ουσ αρσ )
ornitosi (θηλ.ουσ)
ornitottero (ουσ αρσ )
orno (ουσ αρσ )
oro (ουσ αρσ )
orobanche (θηλ.ουσ)
orofaringe (ουσ αρσ και θηλ.)
orogenesi (θηλ.ουσ)
orogenetico (επίθ.)
orografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---