Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόormònico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [orˈmɔniko] ορμονικός (χρησιμοποίησε καλύτερα το ormonale) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |