Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ormonàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ormoˈnale]

Ορμονικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ormeggio ormone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orma (θηλ.ουσ)
ormai (επίρ.)
ormeggiare (ρ. μτβ.)
ormeggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ormeggio (ουσ αρσ )
ormonale (επίθ.)
ormone (ουσ αρσ )
ormonico (επίθ.)
ormonoterapia (θηλ.ουσ)
ornamentale (επίθ.)
ornamentare (ρ. μτβ.)
ornamentazione (θηλ.ουσ)
ornamento (ουσ αρσ )
ornare (ρ. μτβ.)
ornarsi (ρ.μ. (αντων.))
ornatezza (θηλ.ουσ)
ornatista (ουσ αρσ και θηλ.)
ornativo (επίθ.)
ornato (ουσ αρσ )
ornato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---