orméggio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [orˈmedʤo]
1 αγκυροβόλι
2 προσόρμιση
3 αγκυροβόλιο
4 κάβοι και άγκυρες δεσίματος
5 αραξοβόλι
6 όρμιση
7 ελλιμενισμός
8 όρμος
9 πρόσδεση
10 πόδισμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [orˈmedʤo]
1 αγκυροβόλι
2 προσόρμιση
3 αγκυροβόλιο
4 κάβοι και άγκυρες δεσίματος
5 αραξοβόλι
6 όρμιση
7 ελλιμενισμός
8 όρμος
9 πρόσδεση
10 πόδισμα
permalink
ormeggio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android