Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orméggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈmedʤo]

1 αγκυροβόλι
2 προσόρμιση
3 αγκυροβόλιο
4 κάβοι και άγκυρες δεσίματος
5 αραξοβόλι
6 όρμιση
7 ελλιμενισμός
8 όρμος
9 πρόσδεση
10 πόδισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ormeggiarsi ormonale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orlon (ουσ αρσ )
orma (θηλ.ουσ)
ormai (επίρ.)
ormeggiare (ρ. μτβ.)
ormeggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ormeggio (ουσ αρσ )
ormonale (επίθ.)
ormone (ουσ αρσ )
ormonico (επίθ.)
ormonoterapia (θηλ.ουσ)
ornamentale (επίθ.)
ornamentare (ρ. μτβ.)
ornamentazione (θηλ.ουσ)
ornamento (ουσ αρσ )
ornare (ρ. μτβ.)
ornarsi (ρ.μ. (αντων.))
ornatezza (θηλ.ουσ)
ornatista (ουσ αρσ και θηλ.)
ornativo (επίθ.)
ornato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---