ItalianoGreco


orméggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [orˈmedʤo]

1 αγκυροβόλι
2 προσόρμιση
3 αγκυροβόλιο
4 κάβοι και άγκυρες δεσίματος
5 αραξοβόλι
6 όρμιση
7 ελλιμενισμός
8 όρμος
9 πρόσδεση
10 πόδισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---