Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ornaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ornaˈmento]

το στολίδι, το κόσμησμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ornamentazione ornare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ormonico (επίθ.)
ormonoterapia (θηλ.ουσ)
ornamentale (επίθ.)
ornamentare (ρ. μτβ.)
ornamentazione (θηλ.ουσ)
ornamento (ουσ αρσ )
ornare (ρ. μτβ.)
ornarsi (ρ.μ. (αντων.))
ornatezza (θηλ.ουσ)
ornatista (ουσ αρσ και θηλ.)
ornativo (επίθ.)
ornato (ουσ αρσ )
ornato (επίθ.)
ornatore (ουσ αρσ )
ornatura (θηλ.ουσ)
orneblenda (θηλ.ουσ)
ornello (ουσ αρσ )
orniello (ουσ αρσ )
ornitologia (θηλ.ουσ)
ornitologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---