Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ornatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ornaˈtettsa]

1 γάρμπο
2 γάρμπος
3 γλαφυρότητα
4 κομψότητα
5 χάρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ornarsi ornatista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ornamentare (ρ. μτβ.)
ornamentazione (θηλ.ουσ)
ornamento (ουσ αρσ )
ornare (ρ. μτβ.)
ornarsi (ρ.μ. (αντων.))
ornatezza (θηλ.ουσ)
ornatista (ουσ αρσ και θηλ.)
ornativo (επίθ.)
ornato (ουσ αρσ )
ornato (επίθ.)
ornatore (ουσ αρσ )
ornatura (θηλ.ουσ)
orneblenda (θηλ.ουσ)
ornello (ουσ αρσ )
orniello (ουσ αρσ )
ornitologia (θηλ.ουσ)
ornitologico (επίθ.)
ornitologo (ουσ αρσ )
ornitomanzia (θηλ.ουσ)
ornitorinco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---