Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orizzontàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [oriddzonˈtare]

προσανατολίζω

orizzontàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [oriddzonˈtarsi]

1 προσαρμόζομαι
2 προσανατολίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orizzontamento orizzonte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orizzontale (θηλ.ουσ)
orizzontale (επίθ.)
orizzontalità (θηλ.ουσ)
orizzontalmente (επίρ.)
orizzontamento (ουσ αρσ )
orizzontare (ρ. μτβ.)
orizzontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
orizzonte (ουσ αρσ )
orlare (ρ. μτβ.)
orlatrice (θηλ.ουσ)
orlatura (θηλ.ουσ)
orlo (ουσ αρσ )
orlon (ουσ αρσ )
orma (θηλ.ουσ)
ormai (επίρ.)
ormeggiare (ρ. μτβ.)
ormeggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ormeggio (ουσ αρσ )
ormonale (επίθ.)
ormone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---