Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orittologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [orittoloˈʤia]

ορυκτολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orittolago oriundo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orinatoio (ουσ αρσ )
oriolo (ουσ αρσ )
Orione (κύρ.όν. αρσ.)
oritteropo (ουσ αρσ )
orittolago (ουσ αρσ )
orittologia (θηλ.ουσ)
oriundo (ουσ αρσ )
oriundo (επίθ.)
orizzontale (θηλ.ουσ)
orizzontale (επίθ.)
orizzontalità (θηλ.ουσ)
orizzontalmente (επίρ.)
orizzontamento (ουσ αρσ )
orizzontare (ρ. μτβ.)
orizzontarsi (ρ. μ. αμτβ.)
orizzonte (ουσ αρσ )
orlare (ρ. μτβ.)
orlatrice (θηλ.ουσ)
orlatura (θηλ.ουσ)
orlo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---